- παρανηνεω
- παρανηνέω[из * παρανέω от νέω IV] нагромождать, накладывать
(σῖτον ἐν κανέοισιν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σῖτον ἐν κανέοισιν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρανηνέω — Α (επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νηνέω «σωρεύω»] … Dictionary of Greek
παρενήνεον — παρανηνέω heap imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) παρανηνέω heap imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενήνεε — παρανηνέω heap imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενήνεεν — παρανηνέω heap imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)